τσαλαβουτώ

τσαλαβουτώ
τσαλαβουτόω αμετ. шлёпать, ходить по грязи

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τσαλαβουτώ" в других словарях:

  • τσαλαβουτώ — Ν 1. βαδίζω απρόσεκτα και πατώ μέσα στις λάσπες 2. αναταράσσω λάσπη 3. μτφ. εργάζομαι απρόσεκτα, τσαπατσούλικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. βουτώ και έχει προέλθει από τη φρ. έξαλλα βουτώ ή, κατ άλλους, άτσαλα βουτώ (πρβλ. τσαλα πατώ)] …   Dictionary of Greek

  • τσαλαβουτώ — τσαλαβούτησα, τσαλαβουτήθηκα, τσαλαβουτημένος 1. βαδίζω, βουτώ απρόσεχτα στις λάσπες. 2. αναταράζω λάσπη. 3. μτφ., εργάζομαι απρόσεχτα, δουλεύω τσαπατσούλικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλατσαρίζω — τσαλαβουτώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλατσουρίζω — και πλατσαρίζω Ν (κυρίως για μικρά παιδιά) βουτώ και παίζω με τα νερά, και κυρίως με τα λασπόνερα, τσαλαβουτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.] …   Dictionary of Greek

  • τσαλαβούτας — ο, Ν [τσαλαβουτώ] 1. αυτός που βαδίζει απρόσεκτα και πατά μέσα στις λάσπες 2. (γενικά) απρόσεκτος, τσαπατσούλης …   Dictionary of Greek

  • τσαλαβούτημα — το, Ν [τσαλαβουτώ] 1. το να τσαλαβουτά κανείς 2. (γενικά) τσαπατσουλιά …   Dictionary of Greek

  • τσαλαπατώ — Ν 1. ποδοπατώ, καταστρέφω κάτι ποδοπατώντας το («βγήκε τρέχοντας έξω και τσαλαπάτησε ό,τι βρήκε μπροστά του») 2. εξευτελίζω, στραπατσάρω, τσαλακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με το ρ. πατώ, έχουν, όμως, διατυπωθεί διάφορες απόψεις σχετικά με τον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»